Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ᾅδου πύλη

  • 1 πύλη

    πύλη, ης, ἡ (Hom.+; loanw. in rabb.) gate, door
    lit., of gates of cities (X., Mem. 3, 9, 7; Maximus Tyr. 15, 3a; Polyaenus 7, 13; Jos., Vi. 108) Lk 7:12; Ac 9:24 (a situation as in Appian, Bell. Civ. 4, 12 §48 αἱ πύλαι κατείχοντο in the hunt for proscribed men). ἔξω τῆς πύλης outside the gate, outside the city 16:13; Hb 13:12 (crucifixion outside the city was the usual practice: Artem. 2, 53 p. 152, 17); GJs 4:4 (s. deStrycker on the passage). Of a gate of the temple in Jerusalem ἡ ὡραία πύλη Ac 3:10 (s. ὡραῖος 2). The prison has τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν 12:10 (s. Jos., Bell. 7, 245). πύλας χαλκᾶς συντρίψω B 11:4 (Ps 106:16). In a vision of a rock w. a gate(way) Hs 9, 2, 2f; 9, 3, 1f; 4; 9, 4, 1f; 5f and 8; 9, 5, 3; 9, 6, 7; 9, 12, 1–6; 9, 13, 6; 9, 14, 4; 9, 15, 5. On the πύλαι ᾅδου Mt 16:18 s. ᾅδης 1 and the lit. s.v. κλείς 1 and πέτρα 1b, also JBernard, The Gates of Hades: Exp. 8th ser., 11, 1916, 401–9; REppel, Aux sources de la tradition Chrétienne: MGoguel Festschr. ’50, 71–73; OBetz, ZNW 48, ’57, 49–77 (Qumran; cp. 1QH 6:24); CBrown, SBLSP 26, ’87, 357–67.
    in imagery (cp. Pind., O. 6, 27 ‘gate of song’; Soph., Fgm. 360 TGF ‘gate of the soul’), of the στενὴ πύλη that leads into life Mt 7:13a, 14 (s. TestAbr A 11 p. 89, 1f [Stone p. 26], B 9 p. 113, 15 [Stone p. 74]; SibOr 2, 150 π. ζωῆς); s. also vs. 13b; Lk 13:24 v.l. (cp. Cebes 15, 1–3 the difficult road and the narrow gate, which afford an ἀνάβασις στενὴ πάνυ to the ἀληθινὴ παιδεία). π. δικαιοσύνης the gate of righteousness 1 Cl 48:2a; s. also vs. 2b (Ps 117:19). Also ἡ ἐν δικαιοσύνῃ (πύλη) vs. 4b. This gate is also called ἡ πύλη τοῦ κυρίου the gate to the Lord (or of the Lord) vs. 3 (Ps 117:20). πολλῶν πυλῶν ἀνεῳγυιῶν since many gates are open vs. 4a.—Renehan ’75. B. 466. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πύλη

  • 2 ᾍδης

    Ἅιδης or [full] ᾅδης, ου, , [dialect] Att.; [dialect] Ep. [full] Ἀΐδης,
    A α and εω; [dialect] Dor. [full] Αΐδας, α, used by Trag., in lyr.and anap.: gen. Αϊδος, dat. Αϊδι, Hom., Trag., v. infr.: (perh. ἀ- priv., ἰδεῖν):—in Hom. only as pr.n. Hades,

    Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ' Αΐδης Il.15.188

    , cf.Hes.Th. 455:— εἰν' Αΐδαο δόμοισι in the nether world, Od.4.834; freq. εἰν, εἰς Αΐδαο (sc. δόμοις, δόμους), as Il.22.389, 21.48; εἰν Ἄϊδος Il 24.593; Trag. and [dialect] Att. ἐν Ἅιδου, εἰς Ἅιδου (sc. οἴκῳ, οἶκον), S.Aj. 865, Ar.Ra.69, etc.; Ἄϊδόσδε, Adv. to the nether world, Il.7.330, etc.; παρ' Ἅιδῃ, παρ' Ἅιδην, OT972, OC 1552:—hence,
    2 place of departed spirits, first in Il.23.244

    εἰσόκεν αὐτὸς.. Ἄϊδι κεύθωμαι; ἐπὶ τὸν ᾅδην Luc.Cat.14

    ;

    εἰς ἀΐδην AP11.23

    ;

    ἐν τῷ ᾅδῃ Ev.Luc.16.23

    .
    II after Hom., the grave, death, ἀΐδαν λαγχάνειν, δέξασθαι, Pi.P.5.96, I.6(5).15; ᾅδης πόντιος death by sea, A.Ag. 667, cf. E.Alc.13, Hipp. 1047; ᾅδου πύλη, Astrol., region below the Horoscope, Vett.Val.179.13.
    2 gen. ᾅδου with nouns in adjectival sense, devilish,

    θύουσαν ᾅ. μητέρ' A.Ag. 1235

    ;

    ᾅ. μάγειρος E.Cyc. 397

    ; fatal, deadly, δίκτυον, ξίφη ᾅ., A.Ag. 1115, E.Or. 1399. [[pron. full] Hom. in all forms exc. ᾱῐδος before vowels; ᾱῐδης Semon.7.117, prob. in S.OC 1689.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ᾍδης

  • 3 κατισχύω

    κατισχύω (s. ἰσχύω) impf. κατίσχυον; fut. κατισχύσω; 1 aor. κατίσχυσα (in various senses relating to display of strength: ‘be strong, powerful, gain the ascendancy’: Soph.+; oft. in later wr. and in LXX; En 104:6; PsSol 2:7; Test12Patr, EpArist; Jos., Ant. 14, 357, but scarcely at all in ins, pap [PGM 13, 797]) intr.
    to have the strength or capability to obtain an advantage, be dominant, prevail abs. (Polyb. 11, 13, 3; Ex 17:11; En 104:6) κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν their voices prevailed Lk 23:23 (Antig. Car. 152 κατίσχυκεν ἡ φήμη). W. inf. foll. be able, be in a position 21:36.
    to have the capability to defeat, win a victory over w. gen. (Dio Chrys. 12 [13], 4 al.; Aelian, HA 5, 19; Wsd 7:30; Jer 15:18; Jos., Bell. 2, 464 κατισχύσας πλειόνων=conqueror of a superior force; TestReub 4:11) πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (i.e. τῆς ἐκκλησίας) Mt 16:18 (s. on πύλη a). πάσης πονηρίας Hv 2, 3, 2. κ. τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου win the victory over the works of the devil Hm 12, 6, 4.—DELG s.v. ἰσχύς. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κατισχύω

См. также в других словарях:

  • πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… …   Dictionary of Greek

  • врата — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. мн.ч. (греч. πύλη) ворота, иногда укрепленные города; во многих …   Словарь церковнославянского языка

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Λούκαρης, Κύριλλος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο Κρήτης] 1572 – Κωνσταντινούπολη 1638). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601 20) και Κωνσταντινουπόλεως (πέντε φορές συνολικά, 1620 23, 1623 33, 1633 34, 1634 35, 1637 38). Ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο του σιναϊτικού… …   Dictionary of Greek

  • Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»